- Κουτσοφλέβαρος
- οκοινή ονομασία τού Φεβρουαρίου, επειδή έχει λιγότερες μέρες από τους άλλους μήνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + Φλεβάρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κουτσοφλέβαρος — ο 1. ο Φλεβάρης (διότι έχει λιγότερες από 30 ημέρες, σαν να είναι ανάπηρος). 2. μτφ., άνθρωπος κουτσός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek